απομαχικός

απομαχικός
-ή, -ό
σχετικός με τους απομάχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απόμαχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αλέξανδρο Σούτσο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • απομαχικός — ή, ό αυτός που ανήκει στους απόμαχους: Για τους απόμαχους της θάλασσας υπάρχει το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”